Ο “αντιδραστικός” έφηβος και οι Σαράντα Μάρτυρες!

(με την ευκαιρία της σημερινής ημέρας μνήμης των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων που μαρτύρησαν στην λίμνη Σεβάστεια, θα αναφερθούμε σε ένα χαριτωμένο περιστατικό που συνέβη κατά την παιδική ηλικία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης.Την αταξία αυτή  μας τη διηγείται ο ίδιος. Και τη διηγείται σε ομιλία του με αφορμή τη μνήμη των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, όχι μόνο επειδή η παιδική του αταξία συνδέεται με την επέτειο αυτή, αλλά και με τον σκοπό να τιμήσει τους Μάρτυρες και να οικοδομήσει το πολυάριθμο ακροατήριό του.)

Πηγή : Αντέχουμε

Η μητέρα του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είχε την ευθύνη για τη διοργάνωση της γιορτής.(Συγκεκριμένα η Εμμελία φρόντισε να συγκεντρώσει τα οστά των μαρτύρων σε ειδική θήκη (λάρνακα), να την τοποθετήσει σε έναν ναΐσκο (σηκό), και να εγκαινιάσει «την επί τοις λειψάνοις πανήγυριν την πρώτην»). Με την ευκαιρία αυτή συνέστησε στον νεαρό Γρηγόριο να έρθει μαζί της, για να παρακολουθήσει όσα θα διαδραματιστούν. Φαίνεται ότι ο Γρηγόριος στεκόταν κάπως μακρυά από τέτοιες εκδηλώσεις, ακόμη κι αν επρόκειτο να μετάσχει ανεπίσημα, μαζί με τον κοινό λαό. Άπειρος από τέτοια πράγματα, του κακοφάνηκε η πρόταση της μητέρας του, πολύ δε περισσότερο επειδή έπρεπε να γίνουν όλα γρήγορα. Γκρίνιαξε μάλιστα στη μητέρα του, που όχι μόνο δεν ανέβαλε το πανηγύρι γι’ αργότερα αλλά, παρά τις τόσες φροντίδες για την οργάνωση, το μετέφερε πιό νωρίς.
Τελικά όμως, και παρά τη γκρίνια του, πήρε τον δρόμο για τον τόπο που θα γινόταν η τελετή. Όταν έφτασε στον προορισμό του, είχε ήδη αρχίσει η ολονυκτία, που γινόταν στον κήπο, δηλαδή εκεί που βρίσκονταν τα λείψανα των μαρτύρων. Ο νεαρός Γρηγόριος, αντί να παρακολουθήσει την ιερή ακολουθία, μπήκε στο παρακείμενο σπίτι, διάλεξε ένα δωμάτιο και έπεσε να κοιμηθεί. Γρήγορα τον πήρε ο ύπνος. Τότε είδε το έξης όνειρο: Ήθελε δήθεν να μπει στον κήπο, όπου τελείτο η ολονυκτία. Προχώρησε προς την είσοδο του κήπου, αλλά η είσοδος είχε καταλειφθεί από ένα πλήθος στρατιωτών. Στην προσπάθεια του να περάσει μέσα οι στρατιώτες σηκώθηκαν, πρόβαλαν απειλητικά τα ραβδιά τους και του εμπόδισαν την είσοδο. Κινδύνεψε μάλιστα να χτυπηθεί, αν δεν μεσολαβούσε κάποιος από τους στρατιώτες, που φαινόταν πιό φιλάνθρωπος.
Τη στιγμή εκείνη ξύπνησε. Ξαφνιασμένος από το όνειρο αναλογίστηκε αυθόρμητα τη συμπεριφορά που έδειξε στη μητέρα του. Ταυτόχρονα πήρε το μήνυμα που του έδωσαν οι στρατιώτες, οι οποίοι δεν ήσαν άλλοι παρά οι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, και φοβήθηκε. Τότε ξέσπασε σε λυγμούς για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Αμέσως κατέβηκε κάτω στον κήπο και έχυσε πικρά δάκρυα πάνω στη θήκη των λειψάνων, ενώ συγχρόνως παρακαλούσε τον Θεό να τον συγχωρήσει και ζητούσε από τους άγιους στρατιώτες να του δώσουν «αμνηστία».
( Ηλία Βουλγαράκη, Στιγμιότυπα από την εποχή των Πατέρων, Εκδ. Αρμός, σ. 70).

Σχόλια